Η μητέρα μου Ευαγγελία Ψαλτάκη – Βενέτη, γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Εσκεμμένα αποσιωπώ τη χρονολογία, καθώς οι «ωραίοι» άνθρωποι για μένα, δεν έχουν ηλικία.
Οι γονείς της έφτασαν εκεί ως πρόσφυγες, από τις «χαμένες πατρίδες» και συγκεκριμένα από τη Σμύρνη.
Καθώς μεγάλωνα και μελετούσα τη ζωή των μικρασιατών, άρχισα να καταλαβαίνω, ότι αυτή η αρχοντιά και η λάμψη που απέπνεε η μητέρα, ίσως να είχε να κάνει και λίγο με τις καταβολές μας.
Ατυχώς, ο πατέρας της και παππούς μας, ανέκοψε την πορεία της εκπαίδευσής της, για να μαθητεύσει εκείνη στη μοδιστρική και η αδερφή της στο κέντημα.
Τα κορίτσια πρωτίστως πρέπει να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια. Έτσι σκέφτονταν οι γονείς της. Δύο κόρες είχε ο παππούς.
Αυτή την αποκοπή της από τα γράμματα, η μητέρα μου θα την κουβαλήσει σ’ όλη της τη ζωή, επαχθές φορτίο και θα φροντίσει με όλη της την ψυχή, να προσφέρει στα παιδιά της, όσα αυτή στερήθηκε.
Στα δεκαεφτά της χρόνια, η Ευαγγελία θα ταξιδέψει στην Αθήνα, κοντά στη θεία της, αδελφή του πατέρα της, για να κάνει πρακτική πλάι στην εξαδέλφη της, που βρισκόταν ήδη στο χώρο της ραπτικής.
Αυτή η εξαδέλφη αργότερα θα εξελιχθεί σε αυτοδίδακτη ζωγράφο, καταξιωμένη με τον καιρό στο χώρο της τέχνης της. Οποτεδήποτε η μητέρα συναντούσε στο μέλλον αυτή την εξαδέλφη, έπαιρνε και φιλούσε τα «ακριβά» χέρια της, σαν μια ξεχωριστή έκφραση σεβασμού στο ταλέντο.
Ένας καινούριος κόσμος ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια της Ευαγγελίας, αυτός της πρωτεύουσας, με νεόκοπες γνώσεις, ενδιαφέρουσες συναναστροφές, ψυχαγωγία και ίσως, το πρώτο αθώο φλερτ των νεανικών της χρόνων.
Στο μέλλον, θα μιλά για το χρονικό αυτό διάστημα της ζωής της με αρκετό ενθουσιασμό. Ήταν ένα κομμάτι από το «ταξίδι», που περιγράφει ιδιαίτερα, ο κορυφαίος Αλεξανδρινός ποιητής.
Πολύ νωρίς, μόλις στα είκοσι χρόνια της, η Ευαγγελία βρίσκεται παντρεμένη με τον Ευάγγελο Βενέτη, τον πατέρα μας, που είχε και η δική του οικογένεια τις ρίζες της στη Μ. Ασία και δη το Αϊβαλί.
Αν και συνοικέσιο, το συναπάντημα των δυο νέων έφερε αγάπη και συντροφικότητα.
Άνθρωπος δημοκρατικός, έντιμος και προοδευτικός ήταν ο πατέρας μας. Θυμάμαι με συγκίνηση την πρώτη εγκυκλοπαίδεια που έφτασε στο σπίτι μας από την Αθήνα, δώρο του πατέρα στα παιδιά του.
Το ζευγάρι θ’ αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βασιλεία πρωτότοκη και μένα τον Αντώνη, με διαφορά πέντε χρόνων. Η οικογενειακή μας ζωή προχώρησε δίχως σύννεφα.
Όταν η μητέρα μας στον περίπατο συναντούσε κάποιο γνωστό έλεγε, «τα παιδιά μου» και το πρόσωπό της έπαιρνε μια έκφραση, λες και της απεκαλύπτετο ο θεός.
Θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια μια στοργική μάννα, υπομονετική, γεμάτη νοικοκυροσύνη και πάστρα, στο σπίτι μας και επάνω της. Μάννα ζαχαρένια. Ό,τι επιμελούνταν γινόταν αριστουργηματικό.
Τα βράδια, προτού ξαπλώσει για ύπνο, φρόντιζε τις σχολικές τσάντες μας. Έξυνε τα μολύβια μας για να γράφουν καλύτερα, καθάριζε τη μουτζουρωμένη γομμολάστιχα, ίσιωνε τις τσακισμένες γωνίες των βιβλίων και των τετραδίων μας. Έβαφε τα παπούτσια μας και πολλές φορές ξενυχτούσε, για να ολοκληρώσει και να ευπρεπίσει τις χειροτεχνίες μας. Μας αγόραζε από το βιβλιοπωλείο «κλασικά εικονογραφημένα», που ήταν έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, συμπτυγμένα και απλοποιημένα, με έγχρωμη εικονογράφηση, για να αξιοποιούμε πέρα απ’ το παιχνίδι, τον ελεύθερο χρόνο μας ευχάριστα, μαθαίνοντας.
Στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, έντυνε τα βιβλία μας και τα τετράδια με μπλε κόλλα και διαφανές λευκό κάλυμμα, τοποθετώντας ετικέτες.
Στις σχολικές γιορτές, τις παρελάσεις, τις γυμναστικές επιδείξεις, τις αποκριάτικες διασκεδάσεις, τα δυο παιδιά με τη φροντίδα της μάννας, έμοιαζε σαν να ’χουμε βγει από κορνίζα, κολαριστά και ατσαλάκωτα.
Το ίδιο και η μητέρα, που συγκινημένη καμάρωνε και μεριμνούσε για αναμνηστικές φωτογραφίες.
Όλα τούτα αντανακλούν δίχως άλλο, αυτό που αποκαλούμε οικογένεια.
Στο σπίτι μας, όλα τα πράγματα βρίσκονταν πάντοτε τακτοποιημένα, στη θέση τους, καθαρά, αρμονικά.
Ντουλάπες και συρτάρια είχαν μια τάξη ζηλευτή και αξιοθαύμαστη. Άνοιγες και ευωδίαζε σαπούνι και λεβάντα. Οτιδήποτε χρειαζόμασταν, γνωρίζαμε ότι θα το βρούμε στο κατάλληλο σημείο. Ποτέ δεν έλειψε κάτι, την ώρα που το είχαμε ανάγκη.
Στη θυμοσοφία της μάννας, ευδοκιμούσαν φράσεις όπως, «καλύτερα να σου περισσέψει (κάτι), παρά να σου λειφθεί». Κατά μια εκδοχή αυτό σημαίνει, μπορεί να κτυπήσει την πόρτα ένας άνθρωπος, να μην έχεις ένα πιάτο φαγητό παραπάνω να τον φιλέψεις; Κληρονομιά ανθρωπιάς για τους κατοπινούς.
Τις αλλαγές των εποχών τις συνειδητοποιούσαμε, όταν η μητέρα έφερνε πάντα στο σπίτι τα πρώτα εποχικά φρούτα, για να μας ευχαριστήσει. Το ίδιο γινόταν Χριστούγεννα και Πάσχα, με αντιπροσωπευτικά στολίδια και δώρα. Στα γενέθλια και την ονομαστική μας γιορτή, η μάννα απαρέγκλιτα, έφερνε λουλούδια και έφτειαχνε χαλβά. Το σπίτι γέμιζε με μυρωδιές από λεμόνι και καννελογαρύφαλλο.
Καθημερινά, η μητέρα ξέκλεβε χρόνο, για να φροντίσει μια άλλη αγάπη της, τα λουλούδια κι εκείνα για να της το ανταποδώσουν, άνθιζαν και μοσχοβολούσαν.
Όταν η οικογένεια είχε γιορτές και χαρές, η μάννα λαμπερή, χόρευε και τραγουδούσε αυθόρμητα. Είχε μια γνησιότητα η παρουσία της, μιαν αλήθεια και μια λεβεντιά. Το ίδιο γινόταν και του «Ευαγγελισμού», 25 του Μάρτη, οπότε γιόρταζαν πατέρας και μητέρα μαζί. Εκείνη φρόντιζε τα κεράσματα από νωρίς και κατόπιν περίμενε στο σαλόνι, σωστή αρχόντισσα, με ανοιχτή την εξώπορτα του σπιτιού για συγγενείς και φίλους, που θα έρχονταν να ευχηθούν, χωρίς απαραίτητη πρόσκληση.
Έτσι το ήθελε η παράδοση της εποχής. Στο πλευρό της ο πατέρας, αψεγάδιαστος και στην πένα.
Μα και καθημερινά, όταν η μητέρα έβγαινε από το σπίτι για τα απαραίτητα, ήταν πάντοτε καλοντυμένη και καλοχτενισμένη. Της άρεσε το ωραίο.
Σε όλα της υπήρξε γενναιόδωρη, απ’ το απλό φιλοδώρημα, μέχρι τη φιλοξενία και την περιποίηση των επισκεπτών.
Ένα γλυκό χαμόγελο πλανιόταν καθημερινά στα χείλη της και μια αγγελική φωνή, ομόρφαινε με τα τραγούδια της τη ζωή μας.
Έρχονται στο νου σκηνές από το θαυμασμό της μητέρας προς την κόρη της και αδελφή μου, όταν εκείνη έφερνε γραπτά της στο σπίτι, που είχαν αποσπάσει τον έπαινο των δασκάλων της και τα διαβάζαμε όλη η οικογένεια και χαιρόμασταν για την πρόοδο και την αξιοσύνη του κοριτσιού στα γράμματα.
Η μητέρα, λόγω της μαθητείας της στη μοδιστρική, έραβε τα ωραιότερα φορέματα για την πανέμορφη κόρη και όλοι καμαρώναμε. Οι συγγενείς που τη συναντούσαν στο δρόμο, της έλεγαν: «Μάθαμε ότι έχεις μια όμορφη κόρη, να μας τη γνωρίσεις». Το πρόσωπο της μητέρας τότε έλαμπε, σαν από ένα εσωτερικό φως και η ίδια θαρρείς πως έπαιρνε ανάστημα.
Μάννα και κόρη ήταν φίλες και ίσως έβλεπε στο παιδί της πράγματα, που θα ήθελε κι εκείνη να είχε επιτύχει στη ζωή της και που τώρα ένιωθε χρέος να στηρίξει.
Εγώ είχα την ατυχία ν’ ασθενήσω σοβαρά στα παιδικά μου χρόνια. Βρέθηκα τρεις φορές στα νοσοκομεία, από την ηλικία των πέντε χρόνων. Αργότερα, είχα τύψεις ότι την ταλαιπώρησα τη μάννα, άθελά μου όμως.
Έρχεται στο νου μου η εικόνα μιας γλυκιάς γυναικείας μορφής, βγαλμένης θαρρείς από πίνακα ζωγραφικής και όταν έσκυβε να μ’ αγκαλιάσει και να με φιλήσει στο κρεβάτι του νοσοκομείου, απέπνεε μια δροσιά, κάτι σαν αύρα από γιασεμί. Έτσι καταγράφηκε στη μνήμη μου.
Η μάννα αυτή στάθηκε δίπλα μου στα δύσκολα με την ουσιαστική παρουσία της, την αγκαλιά και την αγάπη της. Δυο βαθιά μελένια μάτια που μου ’λεγαν σιωπηρά, «είμαι εδώ, σ’ αγαπάω, σε νοιάζομαι και θα σε φροντίσω». Μελλοντικά, συνειδητοποίησα και μέσα απ’ τα διαβάσματά μου, ότι τα τραύματα των παιδικών μου χρόνων στα νοσοκομεία ξεπεράστηκαν, χάρη σ’ αυτή την απλόχερη μητρική στοργή. Μάννα σκέπη, γαλάζιος ουρανός.
Σαράντα τριών χρόνων ο πατέρας αιφνιδίως, θα φύγει απ’ τη ζωή, όταν η μητέρα μου ήταν τριάντα εφτά κι εγώ έντεκα. Η αδελφή μου τελείωνε την πέμπτη, του εξατάξιου τότε Γυμνάσιου.
Αμέσως, η ξεχωριστή αυτή μάννα, θα επωμιστεί και το ρόλο του άντρα και με αφορμή την επιτυχία της αδελφής μου σε πανεπιστήμιο της Αθήνας, τον επόμενο χρόνο του θανάτου του πατέρα, θα μας πάρει και θα φύγουμε από το Ηράκλειο, με μια πενιχρή σύνταξη στις αποσκευές της και την αντίθετη γνώμη γονιών και συγγενών, που θεωρούσαν αδύνατο να τα καταφέρει.
Η μητέρα μας, έβλεπε μπροστά της μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά της, με την ολοκλήρωση των σπουδών μας και είχε αποφασίσει να εργαστεί γι’ αυτό το σκοπό.
Η σπάνια αυτή μάννα, ξεκινάει να εργάζεται μέχρι την αποφοίτηση της κόρης από το πανεπιστήμιο, όπου και αμέσως μετά η αδελφή μου παντρεύεται και η μητέρα συνεχίζει πλέον να προσφέρει τη ζωή της στα παιδιά και τα εγγόνια της με αφοσίωση, μέχρι τη στιγμή που αρρωσταίνει σοβαρά και περιορίζεται στο σπίτι της, μαζί μου.
Μέχρι τότε, όλα περνούσαν απ’ τα χέρια της. Για να έχουμε εμείς οι υπόλοιποι ελεύθερο χρόνο, η μητέρα φρόντιζε ό,τι απαιτείται σ’ ένα νοικοκυριό, με χαμόγελο, γλυκομίλητη, βάζοντας απ’ όπου περνούσε μια τάξη υποδειγματική. Ό,τι έπιανε γινόταν αριστοτεχνικό. Φαγητό, σιδέρωμα, ράψιμο.
Αν αγοράζαμε κάποια καινούρια ενδυμασία, η μητέρα εξέταζε το ρούχο προσεκτικά, μέσα – έξω. Εδώ να στερεώσει ένα κουμπί, εκεί να κόψει κάποια κλωστή που κρεμόταν, να ράψει ένα ξήλωμα ή μια θηλιά για να μπορεί να κρεμάει ένα πετσετάκι της κουζίνας.
Όταν κάποιο ύφασμα πάλιωνε, η μητέρα έκοβε και απομόνωνε τα γερά κομμάτια, τα γάζωνε περιμετρικά στη ραπτομηχανή της και εξασφάλιζε έτσι βοηθητικό υλικό για την καθαριότητα του σπιτιού.
Από το νοικοκυριό της μάννας απουσίαζαν σκισμένα, φθαρμένα, ακόμα και ραγισμένα αντικείμενα.
Το ίδιο φρόντιζε να πράττει και όταν επισκεπτόμασταν τα σπίτια της μητέρας της και της αδελφής της, ήδη από τα χρόνια που διαμέναμε ακόμα στην Κρήτη. Η γιαγιά μου και η θεία μου, αν και αντιδρούσαν αρχικά, μετά χαριτολογώντας, αποδέχονταν την παρέμβαση στα του οίκου τους, ίσως γιατί κατά βάθος συναντιόντουσαν οι μικρασιάτικες ρίζες τους.
Ευχάριστο διάλειμμα στη ρουτίνα της καθημερινότητας της μητέρας, μετά το γάμο της κόρης, υπήρξαν τα ταξίδια μας στο εξωτερικό και την ενδοχώρα. Ταξίδια, που μας έκαναν δώρο η αδελφή μου και ο γαμπρός μου, σαν ένα ευχαριστώ στην προσφορά της μάννας.
Για τη μητέρα, τα ταξίδια υπήρξαν τεράστια εμπειρία, να γνωρίσει άλλα μέρη, ν’ ακούσει για τον πολιτισμό και την κουλτούρα τους, ν’ ανοίξουν οι ορίζοντες και ν’ απελευθερωθεί ο νους από στερεότυπα και δογματισμούς, που ποτέ άλλωστε δε δέσμευαν την κρίση της μητέρας μας.
Διαλεχτές στιγμές ήταν, όταν κάναμε περιπάτους και επισκεπτόμασταν με δική της παρότρυνση διάφορα μουσεία. Κάποιες φορές καταλήγαμε στο Θησείο για ουζάκι. Επιλέγαμε τότε κάποιο εστιατόριο με θέα την Ακρόπολη, που τόσο θαύμαζε εκείνη και τότε εγώ, μετά από προτροπή της, εξιστορούσα γεγονότα από το χρυσό αιώνα της δημοκρατίας, την προσωπικότητα του Σωκράτη, το αρχαίο θέατρο. Πολύ της άρεσε ν’ ακούει για εκείνα τα χρόνια. Η μητέρα μού έκανε ερωτήσεις και με παρακολουθούσε με προσήλωση επιμελούς μαθήτριας. Ένιωθα την ικανοποίηση του δασκάλου, που αποκομίζει οφέλη από τους μαθητές του.
Μια ξεχωριστή μέρα στη ζωή της μητέρας, ήταν και η επίσκεψή μας στο Μουσείο Μικρασιάτικου Πολιτισμού, που πάλεψε επίπονα για να δημιουργηθεί, η Φιλιώ Χαϊδεμένου.
Είχαμε αποφασίσει από καιρό, ότι τα διάφορα ενθυμήματα που είχαμε στο σπίτι μας και αφορούν στη Μικρασία, θα ήταν προτιμότερο να βρίσκονται εξασφαλισμένα στο μουσείο αυτό.
Συγκεντρώσαμε λοιπόν φωτογραφίες, κεντήματα, δαντέλες και άλλο υλικό που βρισκόταν στα χέρια μας, με σημαντικότερο το πιστοποιητικό βάπτισης του πατέρα της Γεώργιου Ψαλτάκη από τη Μικρασία και επισκεφθήκαμε το μουσείο.
Η μητέρα μου καθισμένη στη μεγάλη αίθουσα, απαντούσε με ευκρίνεια σε όλες τις ερωτήσεις της υπεύθυνης, για να καταγραφούν σωστά τα αντικείμενα της δωρεάς.
Λίγο αργότερα, θ’ αντιληφθούμε, ότι σε μια γωνιά της αίθουσας κάθεται η Φιλιώ Χαϊδεμένου και αφηγείται ιστορίες του τόπου της σε παρευρισκόμενους.
Πλησιάζουμε και η μάννα μένει έκθαμβη με τη διαύγεια και την παραστατικότητα που η Φιλιώ, σε προχωρημένη πια ηλικία, εξιστορεί κομμάτια από το παρελθόν της Μικρασίας και συγκινεί με τη σεβαστή παρουσία της τους επισκέπτες.
Στη συνέχεια, κατά την περιήγησή μας στις αίθουσες, η μάννα θ’ αναγνωρίσει στους τοίχους πορτρέτα από συγγενικά πρόσωπα, που κάποιοι άλλοι δωρητές είχαν παραχωρήσει ως φαίνεται στο μουσείο και θα ξεσπάσει σε κλάματα. Μου εξηγεί, ότι ξαφνικά ζωντάνεψαν μπροστά της αφηγήσεις των γονιών της, από τον ξεριζωμό και την προσφυγιά των Μικρασιατών.
Πολλές φορές στις συζητήσεις μας, η μάννα αναφερόταν σε συγγενικά πρόσωπα από το σόι του πατέρα και της μητέρας της, περιγράφοντας κυρίως τις καλές πλευρές του χαρακτήρα τους, τη συμπεριφορά και τις συνήθειές τους. Την εντυπωσίαζαν ιδιαίτερα, ο δυναμισμός και η ευστροφία των ανθρώπων.
Παρακολουθούσα προσεκτικά και ας μη γνώριζα πολλά από αυτά τα πρόσωπα. Ένιωθα, ότι οφείλω να συμμεριστώ και να δείξω σεβασμό στις μνήμες της μάννας, που αποτελούσαν κομμάτι απ’ τον κόσμο της και τη ζωή της. Αισθανόταν ενδεχομένως την ανάγκη να μου τις εμπιστευτεί, για να τις διαφυλάξω και να τις μεταδώσω με τη σειρά μου, μήπως και διασωθούν. Κάπως έτσι άλλωστε δε γράφεται και η Ιστορία;
Η μητέρα είχε πάντα ένα καλό λόγο να πει για όλους. Θυμόταν τα γενέθλια και την ονομαστική γιορτή συγγενών και φίλων και μας υπενθύμιζε να επικοινωνήσουμε, για τις καθιερωμένες ευχές.
Πίστευε πολύ στην αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Όταν υπάρχει αληθινή αγάπη, έλεγε, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας τη λέξη αληθινή, τότε όλα τα εμπόδια ξεπερνιούνται.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε συχνά στην ανιψιά της, μεγαλύτερη κόρη της αδελφής της, η οποία μετά από μακρά και επίπονη διαδρομή στη ζωή της, βρίσκεται στη Βοστώνη, βιολόγος, στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Συχνά μας έλεγε: «Λίγοι άνθρωποι έχουν την ψυχή της Άριας».
Στην αρχή της περιπέτειας της υγείας της, η μάννα μού είχε πει: «Όταν πεθάνω, να πάρεις την αδελφή σου και να πάτε στην Άρια, να είστε όλοι μαζί».
Η μάννα είχε ένα δικό της τρόπο να ψυχολογεί τους ανθρώπους και προσπαθούσε να είναι ακριβοδίκαιη.
Μεγαλόψυχα, δικαιολογούσε πάντοτε τα σφάλματα και τις αστοχίες στο περιβάλλον της, για να μας βλέπει αδελφωμένους.
Όσον αφορά στα εμπόδια της ζωής, η μάννα αντέτασσε ευθαρσώς στη μοιρολατρία και την καταφυγή σε τρίτους, την αυτενέργεια. Οφείλουμε εμείς οι ίδιοι, έλεγε, δυναμώνοντας τη φωνή της, να δώσουμε λύση στα προβλήματά μας και να μην περιμένουμε από τους άλλους να το πράξουν για μας.
Στις συζητήσεις μας, αντιλαμβανόταν αμέσως το χιούμορ στα λεγόμενά μας και ήταν στιγμές που γελούσε με την ψυχή της, μέχρι δακρύων. Το απολαμβάναμε.
Με το πέρασμα των χρόνων, όταν άρχισε να υπάρχει περίσσευμα ελεύθερου χρόνου για τη μητέρα, ξεκινάει με επιλογή δική της, να διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία. Η ικανοποίησή της ήταν μεγάλη, καθώς ανακάλυπτε μέσα στις σελίδες τους πράγματα πρωτόγνωρα, θαυμαστά. Στα βιβλία του σπιτιού και της δανειστικής βιβλιοθήκης του σχολείου μου, έρχονταν να προστεθούν και αυτά των δώρων, προς μεγάλη ευχαρίστησή της.
Χαρακτηριστική σκηνή, η μητέρα συχνά να δακρύζει διαβάζοντας, όχι απαραίτητα από την πλοκή του περιεχόμενου, αλλά από τον τρόπο που έβρισκε κάθε φορά ο εκάστοτε συγγραφέας να διατυπώνει τα συναισθήματά του και να τη συγκινεί.
Η ζωή τής επέστρεφε όψιμα, σαν μια παλιά οφειλή, ένα κομμάτι χαράς, μετά την απογοήτευση των νεανικών της χρόνων, με την παύση της από το σχολείο.
Όταν η μητέρα μας ασθενής πια, περιορίστηκε στο σπίτι, θεώρησα ηθικό χρέος να σταθώ δίπλα της, όπως εκείνη έπραξε μια ολόκληρη ζωή με μας και τη δική της μητέρα.
Μέχρι την ώρα που θα φεύγω απ’ τη ζωή, θα θυμάμαι αυτά τα μεγάλα, βαθιά, εκφραστικά και ίσως πονεμένα μάτια, που αντανακλούσαν την καθαρότητα της ψυχής της.
Άξιο αναφοράς είναι, ότι όλα αυτά τα χρόνια της ασθένειας, η μουσική μάς συντρόφευε αδιαλείπτως, ηρεμούσε τη μητέρα, την κρατούσε σε εγρήγορση και την έκανε να τραγουδάει σιγανά, παρότι το ισχαιμικό την είχε κτυπήσει στο λόγο. Η μητέρα σιγοτραγουδούσε κοιτάζοντάς με, κι εγώ ενίσχυα με τη φωνή μου το τραγούδι της διακριτικά, για να την ενθαρρύνω και να τη δυναμώνω ψυχικά. Όταν όμως ακούγαμε τραγούδια της Σμύρνης, έπιανα τη μάννα να σιγοκλαίει, σαν να είχαν μαλώσει άδικα ένα παιδί. Δάκρυζα κι εγώ μαζί της, για την κάθε προσφυγιά των κακότυχων ανθρώπων, απανταχού της γης.
Στα εννιά αυτά χρόνια της περιπέτειας της μητέρας μας, ανακάλυπτα διαρκώς το μέγεθος της ευαισθησίας της, την καλοσύνη, την τρυφερότητα και την ευγένεια της αμόλευτης ψυχής, σε βαθμό που με ξεπερνούσε. Αρετές πέραν παντός πτυχίου, σκεφτόμουν.
Η γυναίκα αυτή μέχρι το τέλος, επέδειξε μια περηφάνια, μια μεγαλοσύνη και μια αντοχή μοναδική. Μια φιγούρα, που νόμιζες πως αναδύεται από μυθιστόρημα.
Τα καλοκαίρια σ’ αυτά τα δίσεκτα χρόνια για τη μάννα, το σπίτι μας γέμιζε με ευχάριστες φωνές. Ήταν τα δισέγγονα, παιδιά της εγγονής της – κόρης της αδελφής μου – που έρχονταν από την Αγγλία για διακοπές. Η μητέρα χαμογελούσε και ήταν μια απέραντη αγκαλιά για όλους. Η αγάπη έδινε οξυγόνο και χαροποιούσε τη μάννα, να μας βλέπει γύρω της αγαπημένους.
Τα τελευταία χρόνια, που έμοιαζαν και λίγο περισυλλογής, με κάποιο τυχαίο συνειρμό, η μάννα συνήθιζε να με ρωτά: «Αντώνιος Βενέτης;». Κάποια στιγμή κατάλαβα, ότι ήθελε ν’ ακούσει αυτό, που πέτυχα να γίνω στη ζωή μου. Τότε της απαντούσα: «Καθηγητής φιλόλογος». Κουνούσε ικανοποιημένη το κεφάλι της. Η κίνηση αυτή ερχόταν μάλλον σαν επισφράγιση των προσδοκιών και των κόπων της. Ρωτούσα κι εγώ με τη σειρά μου: «Ευαγγελία Βενέτη;». Σαν ξαφνιασμένη, έριχνε το βλέμμα της μακριά ψιθυρίζοντας: «Τίποτα». Αμέσως, της έλεγα δυνατά: «Ηρωίδα, η καλύτερη μάννα του κόσμου όλου» και τη φιλούσα επανειλημμένα, για επιβεβαίωση των λόγων μου.
Ούτως ή άλλως, αυτό που έγινα, το οφείλω και σ’ αυτήν, αν όχι μόνο σ’ αυτήν.
Με τη μάννα ζήσαμε και στιγμές σιωπής, καθισμένοι πλάι-πλάι. Πίσω από το γαλήνιο βλέμμα της, μπορούσα κατά ένα μαγικό τρόπο, ν’ αποκρυπτογραφώ συναισθήματα, που μόνο αν αγαπάς αληθινά, μπορείς να ξεδιαλύνεις.
Στις 13 Φεβρουαρίου 2020, στις οκτώ το βράδυ, η μητέρα μου θα γείρει το κεφάλι της και θ’ αφήσει την τελευταία της πνοή στην αγκαλιά μου, στο κρεβάτι του νοσοκομείου, όπου νοσηλευόταν επ’ αρκετώ.
Η μάννα δε φοβόταν το θάνατο, μόνο που οι αγέρωχοι στο θάνατο δεν υπολογίζουμε τους πενθούντες, όταν και εάν αυτοί υπάρχουν αληθινά.
Ξαφνικά, ο κόσμος μίκρυνε για μένα ασφυκτικά. Παγωνιά παντού. Ο χρόνος σταμάτησε. Λόγοι παρηγορητικοί πέφτουν στο κενό. Η μάννα ένα διπλωμένο, λευκό σεντόνι!
Δε λογαριάζεται η ηλικία, ούτε η φυσική πορεία του ανθρώπου στο θάνατο. Αυτά είναι δεδομένα και αναπόφευκτα. Είναι όμως η απουσία και η απώλεια ενός ξεχωριστού και σπάνιου ανθρώπου, που λειτουργούν πέρα από τη λογική.
Σήμερα, αν μιλώ για όλα αυτά, είναι γιατί το υπαγορεύει η συνείδηση και γιατί πιστεύω, ότι τους άξιους ανθρώπους πρέπει να τους μνημονεύουμε με σεβασμό και ευγνωμοσύνη, για ν’ αποτελέσουν παράδειγμα, με τη στάση τους και την προσφορά τους.
Ένας τέτοιος αξιοθαύμαστος άνθρωπος, υπήρξε η ακριβή μας μάννα, που πρόσφερε τη ζωή της στα παιδιά και τα εγγόνια της και μάλιστα με χαμόγελο και υπομονή υποδειγματική, σχεδόν αβάσταχτη, χωρίς ποτέ ν’ αξιώσει το παραμικρό για τον εαυτό της.
Ακόμα θα ’θελα να προσθέσω, ότι στη ζωή, δε θα πρέπει ν’ αναλογιζόμαστε μόνο όσα κάναμε για τους δικούς μας, αλλά να λογαριάζουμε και αυτά που δεν μπορέσαμε ή δεν προλάβαμε να προσφέρουμε, για να προσπαθούμε στο εξής δυνατότερα και εντονότερα.
Η μητέρα μου αποτεφρώθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2020, σύμφωνα με την επιθυμία της.
Αν υπάρχει κάτι παραπέρα, θα ήθελα, η μαλαματένια αυτή ψυχή να ’ρχεται ξανά, έστω σαν αύρα γιασεμιού, όπως τότε στα παιδικά μου χρόνια, να γλυκαίνει την πίκρα της ζωής.
Αντώνιος Βενέτης,
Φιλόλογος.