Ευαγγελία Γ. Βενέτη. Κάποτε πέρασε απ’ τη γη αυτή η μάννα.

Η μη­τέ­ρα μου Ευαγ­γε­λία Ψαλ­τά­κη – Βε­νέ­τη, γεν­νή­θη­κε στο Ηρά­κλειο της Κρή­της. Εσκεμ­μέ­να απο­σιω­πώ τη χρο­νο­λο­γία, καθώς οι «ωραί­οι» άν­θρω­ποι για μένα, δεν έχουν ηλι­κία.

Ευαγγελία ΒενέτηΟι γο­νείς της έφτα­σαν εκεί ως πρό­σφυ­γες, από τις «χα­μέ­νες πα­τρί­δες» και συ­γκε­κρι­μέ­να από τη Σμύρ­νη.

Καθώς με­γά­λω­να και με­λε­τού­σα τη ζωή των μι­κρα­σια­τών, άρ­χι­σα να κα­τα­λα­βαί­νω, ότι αυτή η αρ­χο­ντιά και η λάμψη που απέ­πνεε η μη­τέ­ρα, ίσως να είχε να κάνει και λίγο με τις κα­τα­βο­λές μας.

Ατυ­χώς, ο πα­τέ­ρας της και παπ­πούς μας, ανέ­κο­ψε την πο­ρεία της εκ­παί­δευ­σής της, για να μα­θη­τεύ­σει εκεί­νη στη μο­δι­στρι­κή και η αδερ­φή της στο κέ­ντη­μα.

Τα κο­ρί­τσια πρω­τί­στως πρέ­πει να πα­ντρεύ­ο­νται και να δη­μιουρ­γούν οι­κο­γέ­νεια. Έτσι σκέ­φτο­νταν οι γο­νείς της. Δύο κόρες είχε ο παπ­πούς.

Αυτή την απο­κο­πή της από τα γράμ­μα­τα, η μη­τέ­ρα μου θα την κου­βα­λή­σει σ’ όλη της τη ζωή, επα­χθές φορ­τίο και θα φρο­ντί­σει με όλη της την ψυχή, να προ­σφέ­ρει στα παι­διά της, όσα αυτή στε­ρή­θη­κε.

Στα δε­κα­ε­φτά της χρό­νια, η Ευαγ­γε­λία θα τα­ξι­δέ­ψει στην Αθήνα, κοντά στη θεία της, αδελ­φή του πα­τέ­ρα της, για να κάνει πρα­κτι­κή πλάι στην εξα­δέλ­φη της, που βρι­σκό­ταν ήδη στο χώρο της ρα­πτι­κής.

Αυτή η εξα­δέλ­φη αρ­γό­τε­ρα θα εξε­λι­χθεί σε αυ­το­δί­δα­κτη ζω­γρά­φο, κα­τα­ξιω­μέ­νη με τον καιρό στο χώρο της τέ­χνης της. Οπο­τε­δή­πο­τε η μη­τέ­ρα συ­να­ντού­σε στο μέλ­λον αυτή την εξα­δέλ­φη, έπαιρ­νε και φι­λού­σε τα «ακρι­βά» χέρια της, σαν μια ξε­χω­ρι­στή έκ­φρα­ση σε­βα­σμού στο τα­λέ­ντο.

Ένας και­νού­ριος κό­σμος ξε­τυ­λί­γε­ται μπρο­στά στα μάτια της Ευαγ­γε­λί­ας, αυτός της πρω­τεύ­ου­σας, με νε­ό­κο­πες γνώ­σεις, εν­δια­φέ­ρου­σες συ­να­να­στρο­φές, ψυ­χα­γω­γία και ίσως, το πρώτο αθώο φλερτ των νε­α­νι­κών της χρό­νων.

Ευαγγελία ΒενέτηΣτο μέλ­λον, θα μιλά για το χρο­νι­κό αυτό διά­στη­μα της ζωής της με αρ­κε­τό εν­θου­σια­σμό. Ήταν ένα κομ­μά­τι από το «τα­ξί­δι», που πε­ρι­γρά­φει ιδιαί­τε­ρα, ο κο­ρυ­φαί­ος Αλε­ξαν­δρι­νός ποι­η­τής.

Πολύ νωρίς, μόλις στα εί­κο­σι χρό­νια της, η Ευαγ­γε­λία βρί­σκε­ται πα­ντρε­μέ­νη με τον Ευάγ­γε­λο Βε­νέ­τη, τον πα­τέ­ρα μας, που είχε και η δική του οι­κο­γέ­νεια τις ρίζες της στη Μ. Ασία και δη το Αϊ­βα­λί.

Αν και συ­νοι­κέ­σιο, το συ­να­πά­ντη­μα των δυο νέων έφερε αγάπη και συ­ντρο­φι­κό­τη­τα.

Άν­θρω­πος δη­μο­κρα­τι­κός, έντι­μος και προ­ο­δευ­τι­κός ήταν ο πα­τέ­ρας μας. Θυ­μά­μαι με συ­γκί­νη­ση την πρώτη εγκυ­κλο­παί­δεια που έφτα­σε στο σπίτι μας από την Αθήνα, δώρο του πα­τέ­ρα στα παι­διά του.

Το ζευ­γά­ρι θ’ απο­κτή­σει δύο παι­διά, τη Βα­σι­λεία πρω­τό­το­κη και μένα τον Αντώ­νη, με δια­φο­ρά πέντε χρό­νων. Η οι­κο­γε­νεια­κή μας ζωή προ­χώ­ρη­σε δίχως σύν­νε­φα.

Όταν η μη­τέ­ρα μας στον πε­ρί­πα­το συ­να­ντού­σε κά­ποιο γνω­στό έλεγε, «τα παι­διά μου» και το πρό­σω­πό της έπαιρ­νε μια έκ­φρα­ση, λες και της απε­κα­λύ­πτε­το ο θεός.

Θυ­μά­μαι από τα παι­δι­κά μου χρό­νια μια στορ­γι­κή μάννα, υπο­μο­νε­τι­κή, γε­μά­τη νοι­κο­κυ­ρο­σύ­νη και πά­στρα, στο σπίτι μας και επάνω της. Μάννα ζα­χα­ρέ­νια. Ό,τι επι­με­λού­νταν γι­νό­ταν αρι­στουρ­γη­μα­τι­κό.

Τα βρά­δια, προ­τού ξα­πλώ­σει για ύπνο, φρό­ντι­ζε τις σχο­λι­κές τσά­ντες μας. Έξυνε τα μο­λύ­βια μας για να γρά­φουν κα­λύ­τε­ρα, κα­θά­ρι­ζε τη μου­τζου­ρω­μέ­νη γομ­μο­λά­στι­χα, ίσιω­νε τις τσα­κι­σμέ­νες γω­νί­ες των βι­βλί­ων και των τε­τρα­δί­ων μας. Έβαφε τα πα­πού­τσια μας και πολ­λές φορές ξε­νυ­χτού­σε, για να ολο­κλη­ρώ­σει και να ευ­πρε­πί­σει τις χει­ρο­τε­χνί­ες μας. Μας αγό­ρα­ζε από το βι­βλιο­πω­λείο «κλα­σι­κά ει­κο­νο­γρα­φη­μέ­να», που ήταν έργα της πα­γκό­σμιας λο­γο­τε­χνί­ας, συμ­πτυγ­μέ­να και απλο­ποι­η­μέ­να, με έγ­χρω­μη ει­κο­νο­γρά­φη­ση, για να αξιο­ποιού­με πέρα απ’ το παι­χνί­δι, τον ελεύ­θε­ρο χρόνο μας ευ­χά­ρι­στα, μα­θαί­νο­ντας.

Στην αρχή κάθε σχο­λι­κής χρο­νιάς, έντυ­νε τα βι­βλία μας και τα τε­τρά­δια με μπλε κόλλα και δια­φα­νές λευκό κά­λυμ­μα, το­πο­θε­τώ­ντας ετι­κέ­τες.

Στις σχο­λι­κές γιορ­τές, τις πα­ρε­λά­σεις, τις γυ­μνα­στι­κές επι­δεί­ξεις, τις απο­κριά­τι­κες δια­σκε­δά­σεις, τα δυο παι­διά με τη φρο­ντί­δα της μάν­νας, έμοια­ζε σαν να ’χου­με βγει από κορ­νί­ζα, κο­λα­ρι­στά και ατσα­λά­κω­τα.

Το ίδιο και η μη­τέ­ρα, που συ­γκι­νη­μέ­νη κα­μά­ρω­νε και με­ρι­μνού­σε για ανα­μνη­στι­κές φω­το­γρα­φί­ες.

Ευαγγελία ΒενέτηΌλα τούτα αντα­να­κλούν δίχως άλλο, αυτό που απο­κα­λού­με οι­κο­γέ­νεια.

Στο σπίτι μας, όλα τα πράγ­μα­τα βρί­σκο­νταν πά­ντο­τε τα­κτο­ποι­η­μέ­να, στη θέση τους, κα­θα­ρά, αρ­μο­νι­κά.

Ντου­λά­πες και συρ­τά­ρια είχαν μια τάξη ζη­λευ­τή και αξιο­θαύ­μα­στη. Άνοι­γες και ευω­δί­α­ζε σα­πού­νι και λε­βά­ντα. Οτι­δή­πο­τε χρεια­ζό­μα­σταν, γνω­ρί­ζα­με ότι θα το βρού­με στο κα­τάλ­λη­λο ση­μείο. Ποτέ δεν έλει­ψε κάτι, την ώρα που το εί­χα­με ανά­γκη.

Στη θυ­μο­σο­φία της μάν­νας, ευ­δο­κι­μού­σαν φρά­σεις όπως, «κα­λύ­τε­ρα να σου πε­ρισ­σέ­ψει (κάτι), παρά να σου λει­φθεί». Κατά μια εκ­δο­χή αυτό ση­μαί­νει, μπο­ρεί να κτυ­πή­σει την πόρτα ένας άν­θρω­πος, να μην έχεις ένα πιάτο φα­γη­τό πα­ρα­πά­νω να τον φι­λέ­ψεις; Κλη­ρο­νο­μιά αν­θρω­πιάς για τους κα­το­πι­νούς.

Τις αλ­λα­γές των επο­χών τις συ­νει­δη­το­ποιού­σα­με, όταν η μη­τέ­ρα έφερ­νε πάντα στο σπίτι τα πρώτα επο­χι­κά φρού­τα, για να μας ευ­χα­ρι­στή­σει. Το ίδιο γι­νό­ταν Χρι­στού­γεν­να και Πάσχα, με αντι­προ­σω­πευ­τι­κά στο­λί­δια και δώρα. Στα γε­νέ­θλια και την ονο­μα­στι­κή μας γιορ­τή, η μάννα απα­ρέ­γκλι­τα, έφερ­νε λου­λού­δια και έφτεια­χνε χαλβά. Το σπίτι γέ­μι­ζε με μυ­ρω­διές από λε­μό­νι και καν­νε­λο­γα­ρύ­φαλ­λο.

Κα­θη­με­ρι­νά, η μη­τέ­ρα ξέ­κλε­βε χρόνο, για να φρο­ντί­σει μια άλλη αγάπη της, τα λου­λού­δια κι εκεί­να για να της το αντα­πο­δώ­σουν, άν­θι­ζαν και μο­σχο­βο­λού­σαν.

Όταν η οι­κο­γέ­νεια είχε γιορ­τές και χαρές, η μάννα λα­μπε­ρή, χό­ρευε και τρα­γου­δού­σε αυ­θόρ­μη­τα. Είχε μια γνη­σιό­τη­τα η πα­ρου­σία της, μιαν αλή­θεια και μια λε­βε­ντιά. Το ίδιο γι­νό­ταν και του «Ευαγ­γε­λι­σμού», 25 του Μάρτη, οπότε γιόρ­τα­ζαν πα­τέ­ρας και μη­τέ­ρα μαζί. Εκεί­νη φρό­ντι­ζε τα κε­ρά­σμα­τα από νωρίς και κα­τό­πιν πε­ρί­με­νε στο σα­λό­νι, σωστή αρ­χό­ντισ­σα, με ανοι­χτή την εξώ­πορ­τα του σπι­τιού για συγ­γε­νείς και φί­λους, που θα έρ­χο­νταν να ευ­χη­θούν, χωρίς απα­ραί­τη­τη πρό­σκλη­ση.

Έτσι το ήθελε η πα­ρά­δο­ση της επο­χής. Στο πλευ­ρό της ο πα­τέ­ρας, αψε­γά­δια­στος και στην πένα.

Μα και κα­θη­με­ρι­νά, όταν η μη­τέ­ρα έβγαι­νε από το σπίτι για τα απα­ραί­τη­τα, ήταν πά­ντο­τε κα­λο­ντυ­μέ­νη και κα­λο­χτε­νι­σμέ­νη. Της άρεσε το ωραίο.

Σε όλα της υπήρ­ξε γεν­ναιό­δω­ρη, απ’ το απλό φι­λο­δώ­ρη­μα, μέχρι τη φι­λο­ξε­νία και την πε­ρι­ποί­η­ση των επι­σκε­πτών.

Ευαγγελία ΒενέτηΈνα γλυκό χα­μό­γε­λο πλα­νιό­ταν κα­θη­με­ρι­νά στα χείλη της και μια αγ­γε­λι­κή φωνή, ομόρ­φαι­νε με τα τρα­γού­δια της τη ζωή μας.

Έρ­χο­νται στο νου σκη­νές από το θαυ­μα­σμό της μη­τέ­ρας προς την κόρη της και αδελ­φή μου, όταν εκεί­νη έφερ­νε γρα­πτά της στο σπίτι, που είχαν απο­σπά­σει τον έπαι­νο των δα­σκά­λων της και τα δια­βά­ζα­με όλη η οι­κο­γέ­νεια και χαι­ρό­μα­σταν για την πρό­ο­δο και την αξιο­σύ­νη του κο­ρι­τσιού στα γράμ­μα­τα.

Η μη­τέ­ρα, λόγω της μα­θη­τεί­ας της στη μο­δι­στρι­κή, έραβε τα ωραιό­τε­ρα φο­ρέ­μα­τα για την πα­νέ­μορ­φη κόρη και όλοι κα­μα­ρώ­να­με. Οι συγ­γε­νείς που τη συ­να­ντού­σαν στο δρόμο, της έλε­γαν: «Μά­θα­με ότι έχεις μια όμορ­φη κόρη, να μας τη γνω­ρί­σεις». Το πρό­σω­πο της μη­τέ­ρας τότε έλα­μπε, σαν από ένα εσω­τε­ρι­κό φως και η ίδια θαρ­ρείς πως έπαιρ­νε ανά­στη­μα.

Μάννα και κόρη ήταν φίλες και ίσως έβλε­πε στο παιδί της πράγ­μα­τα, που θα ήθελε κι εκεί­νη να είχε επι­τύ­χει στη ζωή της και που τώρα ένιω­θε χρέος να στη­ρί­ξει.

Εγώ είχα την ατυ­χία ν’ ασθε­νή­σω σο­βα­ρά στα παι­δι­κά μου χρό­νια. Βρέ­θη­κα τρεις φορές στα νο­σο­κο­μεία, από την ηλι­κία των πέντε χρό­νων. Αρ­γό­τε­ρα, είχα τύ­ψεις ότι την τα­λαι­πώ­ρη­σα τη μάννα, άθελά μου όμως.

Έρ­χε­ται στο νου μου η ει­κό­να μιας γλυ­κιάς γυ­ναι­κεί­ας μορ­φής, βγαλ­μέ­νης θαρ­ρείς από πί­να­κα ζω­γρα­φι­κής και όταν έσκυ­βε να μ’ αγκα­λιά­σει και να με φι­λή­σει στο κρε­βά­τι του νο­σο­κο­μεί­ου, απέ­πνεε μια δρο­σιά, κάτι σαν αύρα από για­σε­μί. Έτσι κα­τα­γρά­φη­κε στη μνήμη μου.

Η μάννα αυτή στά­θη­κε δίπλα μου στα δύ­σκο­λα με την ου­σια­στι­κή πα­ρου­σία της, την αγκα­λιά και την αγάπη της. Δυο βαθιά με­λέ­νια μάτια που μου ’λε­γαν σιω­πη­ρά, «είμαι εδώ, σ’ αγα­πάω, σε νοιά­ζο­μαι και θα σε φρο­ντί­σω». Μελ­λο­ντι­κά, συ­νει­δη­το­ποί­η­σα και μέσα απ’ τα δια­βά­σμα­τά μου, ότι τα τραύ­μα­τα των παι­δι­κών μου χρό­νων στα νο­σο­κο­μεία ξε­πε­ρά­στη­καν, χάρη σ’ αυτή την απλό­χε­ρη μη­τρι­κή στορ­γή. Μάννα σκέπη, γα­λά­ζιος ου­ρα­νός.

Σα­ρά­ντα τριών χρό­νων ο πα­τέ­ρας αιφ­νι­δί­ως, θα φύγει απ’ τη ζωή, όταν η μη­τέ­ρα μου ήταν τριά­ντα εφτά κι εγώ έντε­κα. Η αδελ­φή μου τε­λεί­ω­νε την πέμ­πτη, του εξα­τά­ξιου τότε Γυ­μνά­σιου.

Ευαγγελία ΒενέτηΑμέ­σως, η ξε­χω­ρι­στή αυτή μάννα, θα επω­μι­στεί και το ρόλο του άντρα και με αφορ­μή την επι­τυ­χία της αδελ­φής μου σε πα­νε­πι­στή­μιο της Αθή­νας, τον επό­με­νο χρόνο του θα­νά­του του πα­τέ­ρα, θα μας πάρει και θα φύ­γου­με από το Ηρά­κλειο, με μια πε­νι­χρή σύ­ντα­ξη στις απο­σκευ­ές της και την αντί­θε­τη γνώμη γο­νιών και συγ­γε­νών, που θε­ω­ρού­σαν αδύ­να­το να τα κα­τα­φέ­ρει.

Η μη­τέ­ρα μας, έβλε­πε μπρο­στά της μια κα­λύ­τε­ρη ζωή για τα παι­διά της, με την ολο­κλή­ρω­ση των σπου­δών μας και είχε απο­φα­σί­σει να ερ­γα­στεί γι’ αυτό το σκοπό.

Η σπά­νια αυτή μάννα, ξε­κι­νά­ει να ερ­γά­ζε­ται μέχρι την απο­φοί­τη­ση της κόρης από το πα­νε­πι­στή­μιο, όπου και αμέ­σως μετά η αδελ­φή μου πα­ντρεύ­ε­ται και η μη­τέ­ρα συ­νε­χί­ζει πλέον να προ­σφέ­ρει τη ζωή της στα παι­διά και τα εγ­γό­νια της με αφο­σί­ω­ση, μέχρι τη στιγ­μή που αρ­ρω­σταί­νει σο­βα­ρά και πε­ριο­ρί­ζε­ται στο σπίτι της, μαζί μου.

Μέχρι τότε, όλα περ­νού­σαν απ’ τα χέρια της. Για να έχου­με εμείς οι υπό­λοι­ποι ελεύ­θε­ρο χρόνο, η μη­τέ­ρα φρό­ντι­ζε ό,τι απαι­τεί­ται σ’ ένα νοι­κο­κυ­ριό, με χα­μό­γε­λο, γλυ­κο­μί­λη­τη, βά­ζο­ντας απ’ όπου περ­νού­σε μια τάξη υπο­δειγ­μα­τι­κή. Ό,τι έπια­νε γι­νό­ταν αρι­στο­τε­χνι­κό. Φα­γη­τό, σι­δέ­ρω­μα, ρά­ψι­μο.

Αν αγο­ρά­ζα­με κά­ποια και­νού­ρια εν­δυ­μα­σία, η μη­τέ­ρα εξέ­τα­ζε το ρούχο προ­σε­κτι­κά, μέσα – έξω. Εδώ να στε­ρε­ώ­σει ένα κου­μπί, εκεί να κόψει κά­ποια κλω­στή που κρε­μό­ταν, να ράψει ένα ξή­λω­μα ή μια θηλιά για να μπο­ρεί να κρε­μά­ει ένα πε­τσε­τά­κι της κου­ζί­νας.

Όταν κά­ποιο ύφα­σμα πά­λιω­νε, η μη­τέ­ρα έκοβε και απο­μό­νω­νε τα γερά κομ­μά­τια, τα γά­ζω­νε πε­ρι­με­τρι­κά στη ρα­πτο­μη­χα­νή της και εξα­σφά­λι­ζε έτσι βοη­θη­τι­κό υλικό για την κα­θα­ριό­τη­τα του σπι­τιού.

Από το νοι­κο­κυ­ριό της μάν­νας απου­σί­α­ζαν σκι­σμέ­να, φθαρ­μέ­να, ακόμα και ρα­γι­σμέ­να αντι­κεί­με­να.

Ευαγγελία ΒενέτηΤο ίδιο φρό­ντι­ζε να πράτ­τει και όταν επι­σκε­πτό­μα­σταν τα σπί­τια της μη­τέ­ρας της και της αδελ­φής της, ήδη από τα χρό­νια που δια­μέ­να­με ακόμα στην Κρήτη. Η για­γιά μου και η θεία μου, αν και αντι­δρού­σαν αρ­χι­κά, μετά χα­ρι­το­λο­γώ­ντας, απο­δέ­χο­νταν την πα­ρέμ­βα­ση στα του οίκου τους, ίσως γιατί κατά βάθος συ­να­ντιό­ντου­σαν οι μι­κρα­σιά­τι­κες ρίζες τους.

Ευ­χά­ρι­στο διά­λειμ­μα στη ρου­τί­να της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας της μη­τέ­ρας, μετά το γάμο της κόρης, υπήρ­ξαν τα τα­ξί­δια μας στο εξω­τε­ρι­κό και την εν­δο­χώ­ρα. Τα­ξί­δια, που μας έκα­ναν δώρο η αδελ­φή μου και ο γα­μπρός μου, σαν ένα ευ­χα­ρι­στώ στην προ­σφο­ρά της μάν­νας.

Για τη μη­τέ­ρα, τα τα­ξί­δια υπήρ­ξαν τε­ρά­στια εμπει­ρία, να γνω­ρί­σει άλλα μέρη, ν’ ακού­σει για τον πο­λι­τι­σμό και την κουλ­τού­ρα τους, ν’ ανοί­ξουν οι ορί­ζο­ντες και ν’ απε­λευ­θε­ρω­θεί ο νους από στε­ρε­ό­τυ­πα και δογ­μα­τι­σμούς, που ποτέ άλ­λω­στε δε δέ­σμευαν την κρίση της μη­τέ­ρας μας.

Δια­λε­χτές στιγ­μές ήταν, όταν κά­να­με πε­ρι­πά­τους και επι­σκε­πτό­μα­σταν με δική της πα­ρό­τρυν­ση διά­φο­ρα μου­σεία. Κά­ποιες φορές κα­τα­λή­γα­με στο Θη­σείο για ου­ζά­κι. Επι­λέ­γα­με τότε κά­ποιο εστια­τό­ριο με θέα την Ακρό­πο­λη, που τόσο θαύ­μα­ζε εκεί­νη και τότε εγώ, μετά από προ­τρο­πή της, εξι­στο­ρού­σα γε­γο­νό­τα από το χρυσό αιώνα της δη­μο­κρα­τί­ας, την προ­σω­πι­κό­τη­τα του Σω­κρά­τη, το αρ­χαίο θέ­α­τρο. Πολύ της άρεσε ν’ ακού­ει για εκεί­να τα χρό­νια. Η μη­τέ­ρα μού έκανε ερω­τή­σεις και με πα­ρα­κο­λου­θού­σε με προ­σή­λω­ση επι­με­λούς μα­θή­τριας. Ένιω­θα την ικα­νο­ποί­η­ση του δα­σκά­λου, που απο­κο­μί­ζει οφέλη από τους μα­θη­τές του.

Μια ξε­χω­ρι­στή μέρα στη ζωή της μη­τέ­ρας, ήταν και η επί­σκε­ψή μας στο Μου­σείο Μι­κρα­σιά­τι­κου Πο­λι­τι­σμού, που πά­λε­ψε επί­πο­να για να δη­μιουρ­γη­θεί, η Φιλιώ Χαϊ­δε­μέ­νου.

Εί­χα­με απο­φα­σί­σει από καιρό, ότι τα διά­φο­ρα εν­θυ­μή­μα­τα που εί­χα­με στο σπίτι μας και αφο­ρούν στη Μι­κρα­σία, θα ήταν προ­τι­μό­τε­ρο να βρί­σκο­νται εξα­σφα­λι­σμέ­να στο μου­σείο αυτό.

Συ­γκε­ντρώ­σα­με λοι­πόν φω­το­γρα­φί­ες, κε­ντή­μα­τα, δα­ντέ­λες και άλλο υλικό που βρι­σκό­ταν στα χέρια μας, με ση­μα­ντι­κό­τε­ρο το πι­στο­ποι­η­τι­κό βά­πτι­σης του πα­τέ­ρα της Γε­ώρ­γιου Ψαλ­τά­κη από τη Μι­κρα­σία και επι­σκε­φθή­κα­με το μου­σείο.

Η μη­τέ­ρα μου κα­θι­σμέ­νη στη με­γά­λη αί­θου­σα, απα­ντού­σε με ευ­κρί­νεια σε όλες τις ερω­τή­σεις της υπεύ­θυ­νης, για να κα­τα­γρα­φούν σωστά τα αντι­κεί­με­να της δω­ρε­άς.

Λίγο αρ­γό­τε­ρα, θ’ αντι­λη­φθού­με, ότι σε μια γωνιά της αί­θου­σας κά­θε­ται η Φιλιώ Χαϊ­δε­μέ­νου και αφη­γεί­ται ιστο­ρί­ες του τόπου της σε πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους.

Ευαγγελία ΒενέτηΠλη­σιά­ζου­με και η μάννα μένει έκ­θαμ­βη με τη διαύ­γεια και την πα­ρα­στα­τι­κό­τη­τα που η Φιλιώ, σε προ­χω­ρη­μέ­νη πια ηλι­κία, εξι­στο­ρεί κομ­μά­τια από το πα­ρελ­θόν της Μι­κρα­σί­ας και συ­γκι­νεί με τη σε­βα­στή πα­ρου­σία της τους επι­σκέ­πτες.

Στη συ­νέ­χεια, κατά την πε­ρι­ή­γη­σή μας στις αί­θου­σες, η μάννα θ’ ανα­γνω­ρί­σει στους τοί­χους πορ­τρέ­τα από συγ­γε­νι­κά πρό­σω­πα, που κά­ποιοι άλλοι δω­ρη­τές είχαν πα­ρα­χω­ρή­σει ως φαί­νε­ται στο μου­σείο και θα ξε­σπά­σει σε κλά­μα­τα. Μου εξη­γεί, ότι ξαφ­νι­κά ζω­ντά­νε­ψαν μπρο­στά της αφη­γή­σεις των γο­νιών της, από τον ξε­ρι­ζω­μό και την προ­σφυ­γιά των Μι­κρα­σια­τών.

Πολ­λές φορές στις συ­ζη­τή­σεις μας, η μάννα ανα­φε­ρό­ταν σε συγ­γε­νι­κά πρό­σω­πα από το σόι του πα­τέ­ρα και της μη­τέ­ρας της, πε­ρι­γρά­φο­ντας κυ­ρί­ως τις καλές πλευ­ρές του χα­ρα­κτή­ρα τους, τη συ­μπε­ρι­φο­ρά και τις συ­νή­θειές τους. Την εντυ­πω­σί­α­ζαν ιδιαί­τε­ρα, ο δυ­να­μι­σμός και η ευ­στρο­φία των αν­θρώ­πων.

Πα­ρα­κο­λου­θού­σα προ­σε­κτι­κά και ας μη γνώ­ρι­ζα πολλά από αυτά τα πρό­σω­πα. Ένιω­θα, ότι οφεί­λω να συμ­με­ρι­στώ και να δείξω σε­βα­σμό στις μνή­μες της μάν­νας, που απο­τε­λού­σαν κομ­μά­τι απ’ τον κόσμο της και τη ζωή της. Αι­σθα­νό­ταν εν­δε­χο­μέ­νως την ανά­γκη να μου τις εμπι­στευ­τεί, για να τις δια­φυ­λά­ξω και να τις με­τα­δώ­σω με τη σειρά μου, μήπως και δια­σω­θούν. Κάπως έτσι άλ­λω­στε δε γρά­φε­ται και η Ιστο­ρία;

Η μη­τέ­ρα είχε πάντα ένα καλό λόγο να πει για όλους. Θυ­μό­ταν τα γε­νέ­θλια και την ονο­μα­στι­κή γιορ­τή συγ­γε­νών και φίλων και μας υπεν­θύ­μι­ζε να επι­κοι­νω­νή­σου­με, για τις κα­θιε­ρω­μέ­νες ευχές.

Πί­στευε πολύ στην αγάπη ανά­με­σα στους αν­θρώ­πους. Όταν υπάρ­χει αλη­θι­νή αγάπη, έλεγε, το­νί­ζο­ντας και επα­να­λαμ­βά­νο­ντας τη λέξη αλη­θι­νή, τότε όλα τα εμπό­δια ξε­περ­νιού­νται.

Ιδιαί­τε­ρη μνεία έκανε συχνά στην ανι­ψιά της, με­γα­λύ­τε­ρη κόρη της αδελ­φής της, η οποία μετά από μακρά και επί­πο­νη δια­δρο­μή στη ζωή της, βρί­σκε­ται στη Βο­στώ­νη, βιο­λό­γος, στο Πα­νε­πι­στή­μιο του Χάρ­βαρντ. Συχνά μας έλεγε: «Λίγοι άν­θρω­ποι έχουν την ψυχή της Άριας».

Στην αρχή της πε­ρι­πέ­τειας της υγεί­ας της, η μάννα μού είχε πει: «Όταν πε­θά­νω, να πά­ρεις την αδελ­φή σου και να πάτε στην Άρια, να είστε όλοι μαζί».

Ευαγγελία ΒενέτηΗ μάννα είχε ένα δικό της τρόπο να ψυ­χο­λο­γεί τους αν­θρώ­πους και προ­σπα­θού­σε να είναι ακρι­βο­δί­καιη.

Με­γα­λό­ψυ­χα, δι­καιο­λο­γού­σε πά­ντο­τε τα σφάλ­μα­τα και τις αστο­χί­ες στο πε­ρι­βάλ­λον της, για να μας βλέ­πει αδελ­φω­μέ­νους.

Όσον αφορά στα εμπό­δια της ζωής, η μάννα αντέ­τασ­σε ευ­θαρ­σώς στη μοι­ρο­λα­τρία και την κα­τα­φυ­γή σε τρί­τους, την αυ­τε­νέρ­γεια. Οφεί­λου­με εμείς οι ίδιοι, έλεγε, δυ­να­μώ­νο­ντας τη φωνή της, να δώ­σου­με λύση στα προ­βλή­μα­τά μας και να μην πε­ρι­μέ­νου­με από τους άλ­λους να το πρά­ξουν για μας.

Στις συ­ζη­τή­σεις μας, αντι­λαμ­βα­νό­ταν αμέ­σως το χιού­μορ στα λε­γό­με­νά μας και ήταν στιγ­μές που γε­λού­σε με την ψυχή της, μέχρι δα­κρύ­ων. Το απο­λαμ­βά­να­με.

Με το πέ­ρα­σμα των χρό­νων, όταν άρ­χι­σε να υπάρ­χει πε­ρίσ­σευ­μα ελεύ­θε­ρου χρό­νου για τη μη­τέ­ρα, ξε­κι­νά­ει με επι­λο­γή δική της, να δια­βά­ζει λο­γο­τε­χνι­κά βι­βλία. Η ικα­νο­ποί­η­σή της ήταν με­γά­λη, καθώς ανα­κά­λυ­πτε μέσα στις σε­λί­δες τους πράγ­μα­τα πρω­τό­γνω­ρα, θαυ­μα­στά. Στα βι­βλία του σπι­τιού και της δα­νει­στι­κής βι­βλιο­θή­κης του σχο­λεί­ου μου, έρ­χο­νταν να προ­στε­θούν και αυτά των δώρων, προς με­γά­λη ευ­χα­ρί­στη­σή της.

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή σκηνή, η μη­τέ­ρα συχνά να δα­κρύ­ζει δια­βά­ζο­ντας, όχι απα­ραί­τη­τα από την πλοκή του πε­ριε­χό­με­νου, αλλά από τον τρόπο που έβρι­σκε κάθε φορά ο εκά­στο­τε συγ­γρα­φέ­ας να δια­τυ­πώ­νει τα συ­ναι­σθή­μα­τά του και να τη συ­γκι­νεί.

Η ζωή τής επέ­στρε­φε όψιμα, σαν μια παλιά οφει­λή, ένα κομ­μά­τι χαράς, μετά την απο­γο­ή­τευ­ση των νε­α­νι­κών της χρό­νων, με την παύση της από το σχο­λείο.

Όταν η μη­τέ­ρα μας ασθε­νής πια, πε­ριο­ρί­στη­κε στο σπίτι, θε­ώ­ρη­σα ηθικό χρέος να σταθώ δίπλα της, όπως εκεί­νη έπρα­ξε μια ολό­κλη­ρη ζωή με μας και τη δική της μη­τέ­ρα.

Μέχρι την ώρα που θα φεύγω απ’ τη ζωή, θα θυ­μά­μαι αυτά τα με­γά­λα, βαθιά, εκ­φρα­στι­κά και ίσως πο­νε­μέ­να μάτια, που αντα­να­κλού­σαν την κα­θα­ρό­τη­τα της ψυχής της.

Άξιο ανα­φο­ράς είναι, ότι όλα αυτά τα χρό­νια της ασθέ­νειας, η μου­σι­κή μάς συ­ντρό­φευε αδια­λεί­πτως, ηρε­μού­σε τη μη­τέ­ρα, την κρα­τού­σε σε εγρή­γορ­ση και την έκανε να τρα­γου­δά­ει σι­γα­νά, πα­ρό­τι το ισχαι­μι­κό την είχε κτυ­πή­σει στο λόγο. Η μη­τέ­ρα σι­γο­τρα­γου­δού­σε κοι­τά­ζο­ντάς με, κι εγώ ενί­σχυα με τη φωνή μου το τρα­γού­δι της δια­κρι­τι­κά, για να την εν­θαρ­ρύ­νω και να τη δυ­να­μώ­νω ψυ­χι­κά. Όταν όμως ακού­γα­με τρα­γού­δια της Σμύρ­νης, έπια­να τη μάννα να σι­γο­κλαί­ει, σαν να είχαν μα­λώ­σει άδικα ένα παιδί. Δά­κρυ­ζα κι εγώ μαζί της, για την κάθε προ­σφυ­γιά των κα­κό­τυ­χων αν­θρώ­πων, απα­ντα­χού της γης.

Ευαγγελία ΒενέτηΣτα εννιά αυτά χρό­νια της πε­ρι­πέ­τειας της μη­τέ­ρας μας, ανα­κά­λυ­πτα διαρ­κώς το μέ­γε­θος της ευαι­σθη­σί­ας της, την κα­λο­σύ­νη, την τρυ­φε­ρό­τη­τα και την ευ­γέ­νεια της αμό­λευ­της ψυχής, σε βαθμό που με ξε­περ­νού­σε. Αρε­τές πέραν πα­ντός πτυ­χί­ου, σκε­φτό­μουν.

Η γυ­ναί­κα αυτή μέχρι το τέλος, επέ­δει­ξε μια πε­ρη­φά­νια, μια με­γα­λο­σύ­νη και μια αντο­χή μο­να­δι­κή. Μια φι­γού­ρα, που νό­μι­ζες πως ανα­δύ­ε­ται από μυ­θι­στό­ρη­μα.

Τα κα­λο­καί­ρια σ’ αυτά τα δί­σε­κτα χρό­νια για τη μάννα, το σπίτι μας γέ­μι­ζε με ευ­χά­ρι­στες φωνές. Ήταν τα δι­σέγ­γο­να, παι­διά της εγ­γο­νής της – κόρης της αδελ­φής μου – που έρ­χο­νταν από την Αγ­γλία για δια­κο­πές. Η μη­τέ­ρα χα­μο­γε­λού­σε και ήταν μια απέ­ρα­ντη αγκα­λιά για όλους. Η αγάπη έδινε οξυ­γό­νο και χα­ρο­ποιού­σε τη μάννα, να μας βλέ­πει γύρω της αγα­πη­μέ­νους.

Τα τε­λευ­ταία χρό­νια, που έμοια­ζαν και λίγο πε­ρι­συλ­λο­γής, με κά­ποιο τυ­χαίο συ­νειρ­μό, η μάννα συ­νή­θι­ζε να με ρωτά: «Αντώ­νιος Βε­νέ­της;». Κά­ποια στιγ­μή κα­τά­λα­βα, ότι ήθελε ν’ ακού­σει αυτό, που πέ­τυ­χα να γίνω στη ζωή μου. Τότε της απα­ντού­σα: «Κα­θη­γη­τής φι­λό­λο­γος». Κου­νού­σε ικα­νο­ποι­η­μέ­νη το κε­φά­λι της. Η κί­νη­ση αυτή ερ­χό­ταν μάλ­λον σαν επι­σφρά­γι­ση των προσ­δο­κιών και των κόπων της. Ρω­τού­σα κι εγώ με τη σειρά μου: «Ευαγ­γε­λία Βε­νέ­τη;». Σαν ξαφ­νια­σμέ­νη, έρι­χνε το βλέμ­μα της μα­κριά ψι­θυ­ρί­ζο­ντας: «Τί­πο­τα». Αμέ­σως, της έλεγα δυ­να­τά: «Ηρω­ί­δα, η κα­λύ­τε­ρη μάννα του κό­σμου όλου» και τη φι­λού­σα επα­νει­λημ­μέ­να, για επι­βε­βαί­ω­ση των λόγων μου.

Ούτως ή άλλως, αυτό που έγινα, το οφεί­λω και σ’ αυτήν, αν όχι μόνο σ’ αυτήν.

Με τη μάννα ζή­σα­με και στιγ­μές σιω­πής, κα­θι­σμέ­νοι πλάι-πλάι. Πίσω από το γα­λή­νιο βλέμ­μα της, μπο­ρού­σα κατά ένα μα­γι­κό τρόπο, ν’ απο­κρυ­πτο­γρα­φώ συ­ναι­σθή­μα­τα, που μόνο αν αγα­πάς αλη­θι­νά, μπο­ρείς να ξε­δια­λύ­νεις.

Στις 13 Φε­βρουα­ρί­ου 2020, στις οκτώ το βράδυ, η μη­τέ­ρα μου θα γεί­ρει το κε­φά­λι της και θ’ αφή­σει την τε­λευ­ταία της πνοή στην αγκα­λιά μου, στο κρε­βά­τι του νο­σο­κο­μεί­ου, όπου νο­ση­λευό­ταν επ’ αρ­κε­τώ.

Η μάννα δε φο­βό­ταν το θά­να­το, μόνο που οι αγέ­ρω­χοι στο θά­να­το δεν υπο­λο­γί­ζου­με τους πεν­θού­ντες, όταν και εάν αυτοί υπάρ­χουν αλη­θι­νά.

Ξαφ­νι­κά, ο κό­σμος μί­κρυ­νε για μένα ασφυ­κτι­κά. Πα­γω­νιά πα­ντού. Ο χρό­νος στα­μά­τη­σε. Λόγοι πα­ρη­γο­ρη­τι­κοί πέ­φτουν στο κενό. Η μάννα ένα δι­πλω­μέ­νο, λευκό σε­ντό­νι!

Ευαγγελία ΒενέτηΔε λο­γα­ριά­ζε­ται η ηλι­κία, ούτε η φυ­σι­κή πο­ρεία του αν­θρώ­που στο θά­να­το. Αυτά είναι δε­δο­μέ­να και ανα­πό­φευ­κτα. Είναι όμως η απου­σία και η απώ­λεια ενός ξε­χω­ρι­στού και σπά­νιου αν­θρώ­που, που λει­τουρ­γούν πέρα από τη λο­γι­κή.

Σή­με­ρα, αν μιλώ για όλα αυτά, είναι γιατί το υπα­γο­ρεύ­ει η συ­νεί­δη­ση και γιατί πι­στεύω, ότι τους άξιους αν­θρώ­πους πρέ­πει να τους μνη­μο­νεύ­ου­με με σε­βα­σμό και ευ­γνω­μο­σύ­νη, για ν’ απο­τε­λέ­σουν πα­ρά­δειγ­μα, με τη στάση τους και την προ­σφο­ρά τους.

Ένας τέ­τοιος αξιο­θαύ­μα­στος άν­θρω­πος, υπήρ­ξε η ακρι­βή μας μάννα, που πρό­σφε­ρε τη ζωή της στα παι­διά και τα εγ­γό­νια της και μά­λι­στα με χα­μό­γε­λο και υπο­μο­νή υπο­δειγ­μα­τι­κή, σχε­δόν αβά­στα­χτη, χωρίς ποτέ ν’ αξιώ­σει το πα­ρα­μι­κρό για τον εαυτό της.

Ακόμα θα ’θελα να προ­σθέ­σω, ότι στη ζωή, δε θα πρέ­πει ν’ ανα­λο­γι­ζό­μα­στε μόνο όσα κά­να­με για τους δι­κούς μας, αλλά να λο­γα­ριά­ζου­με και αυτά που δεν μπο­ρέ­σα­με ή δεν προ­λά­βα­με να προ­σφέ­ρου­με, για να προ­σπα­θού­με στο εξής δυ­να­τό­τε­ρα και εντο­νό­τε­ρα.

Η μη­τέ­ρα μου απο­τε­φρώ­θη­κε στις 17 Φε­βρουα­ρί­ου 2020, σύμ­φω­να με την επι­θυ­μία της.

Αν υπάρ­χει κάτι πα­ρα­πέ­ρα, θα ήθελα, η μα­λα­μα­τέ­νια αυτή ψυχή να ’ρ­χε­ται ξανά, έστω σαν αύρα για­σε­μιού, όπως τότε στα παι­δι­κά μου χρό­νια, να γλυ­καί­νει την πίκρα της ζωής.

 

Αντώνιος Βενέτης,     

Φιλόλογος.